- αλάνθαστο(ν)
- το см. αλάθητο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλάνθαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λάθος: Μου έδωσε ένα γραπτό αλάνθαστο. 2. αυτός που δεν αποτυχαίνει, δε λαθεύει: Λένε πως το φάρμακο αυτό είναι αλάνθαστο για την ελονοσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… … Dictionary of Greek
αδιαπτωσία — ἀδιαπτωσία, η (Α) [ἀδιάπτωτος] το να μη σφάλλει κανείς, το αλάνθαστο, το αλάθητο … Dictionary of Greek
αλή — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… … Dictionary of Greek
Αντρέα ντελ Σάρτο — (Andrea del Sarto, Φλωρεντία 1486 – 1531). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Πιέτρο ντι Κόζιμο, φίλος και συνεργάτης του Τζιάκομο Σανσοβίνο, αλλά επηρεάστηκε κυρίως από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Μιχαήλ Άγγελο. Κομψός σχεδιαστής, τόσο που ο … Dictionary of Greek
Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… … Dictionary of Greek